ιππεραστής

ιππεραστής
ἱππεραστής, ὁ (Α)
αυτός που αγαπά πολύ τα άλογα, φίλιππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + ἐραστής (< ἔραμαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἱππερασταί — ἱππεραστής lover of horses masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππεραστάς — ἱππεραστά̱ς , ἱππεραστής lover of horses masc acc pl ἱππεραστά̱ς , ἱππεραστής lover of horses masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”